Sunday 12 April 2015

Το Άγιο Φως

Δύο χρόνια αργότερα, το Πάσχα του 1653, παρακολουθεί την τελετή του Αγίου Φωτός στο ναό της Αναστάσεως ο Γάλλος περιηγητής ιππότης D'Arvieux. Περιγράφει τις εκδηλώσεις του έξαλλου πλήθους γύρω από το κουβούκλιο του Αγίου Τάφου και προσθέτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικά με το έθιμο των ορθοδόξων της Ιερουσαλήμ.

«Μας έδωσαν θέση πίσω από το κουβούκλιο κι έτσι βλέπαμε με άνεση ό,τι συνέβαινε μέσα στην εκκλησία.

Στις οχτώ το πρωί, όλα τα καντήλια του ναού έσβησαν. Και τότε όλοι οι χριστιανοί της Ανατολής που είχαν πλημμυρίσει την εκκλησία άρχισαν να τρέχουν σαν τρελλοί γύρω από τον Άγιο Τάφο, ουρλιάζοντας σαν λύκοι, χωρίς ίχνος σεβασμού για τον ιερό χώρο. Και κάθε φορά που περνούσαν μπροστά στον Άγιο Τάφο κραύγαζαν «Ελέησον!» με όλη τους τη δύναμη.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά έσμιγαν τις φωνές τους σ' ένα τρομερό πανδαιμόνιο. Έσπρωχναν, άνοιγαν τόπο με αγκώνες, λάκτιζαν. Μαζεύονταν τέσσερις-πέντε μαζί, σήκωναν έναν άνθρωπο ψηλά, τον κουβαλούσαν στους ώμους, πηδούσαν και ύστερα τον έριχναν πάνω σην πόρτα του Παναγίου Τάφου βγάζοντας κραυγές αλλοφροσύνης «Ελέησον!». Εκείνος ανασηκωνόταν, έδινε γροθιές και λακτίσματα σ' αυτούς που τον είχαν γκρεμίσει κατά γης, οι φίλοι του έπαιρναν το μέρος του, ο καυγάς άναβε και οι γενίτσαροι επέβαλλαν την τάξη χτυπώντας τους με τα ραβδιά.

Αυτή η αταξία, αυτό το πανδαιμόνιο κράτησε ως τις τρεις το μεσημέρι. Τότε δύο Έλληνες αρχιεπίσκοποι και δύο μητροπολίτες ντυμένοι με τα άμφιά τους βγήκαν από το ναό. Τούς ακολουθούσε ολόκληρος ο κλήρος. Άρχισε η πομπή γύρω από τον Πανάγιο Τάφο. Οι γενίτσαροι άνοιγαν δρόμο με τα ραβδιά τους επιβάλλοντας, όσο μπορούσαν, τάξη και ησυχία.

Τους Έλληνες ακολουθούσαν οι Αρμένιοι και οι Κόπτες επίσκοποι με τους ιερείς τους.

Ύστερα από τρεις γύρους ένας Έλληνας αρχιεπίσκοπος, ένας Αρμένιος και ένα Κόπτης, μπήκαν στον Πανάγιο Τάφο για να ανάψουν το ουράνιο φως με τσακμάκια που είχαν στις τσέπες τους.

Αφού έμειναν οι τρεις αρχιερείς κάμποσο στον ιερό χώρο, ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος βγήκε πρώτος με σκυμμένο το κεφάλι, σαν να ντρεπόταν για την απάτη που έκανε, κρατώντας στα χέρια του αναμμένα κεριά. Μόλις πρόβαλε στην πόρτα, ο κόσμος χύμηξε κατεπάνω του με ορμή, που ήταν περισσότερο μανία παρά ευσέβεια, για ν' ανάψουν τις λαμπάδες τους.

Αυτοί οι πιστοί θα ποδοπατούσαν και θα έλυωναν τον αρχιεπίσκοπο αν δεν τον έσωζαν οι γενίτσαροι με τα ραβδιά τους συνοδεύοντάς τον ως την πύλη του Ιερού. Όσοι είχαν την ευτυχία και τη δύναμη να ανάψουν τις λαμπάδες τους από τη φλόγα του αρχιεπισκόπου πήγαιναν καμαρωτοί και χαρούμενοι για το απόκτημά τους. Αλλά για να βγει κανείς έπρεπε να γίνουν μάχες κι εκεί ήταν που οι γρόθοι έπεφταν βροχή. Για μια στιγμή ο ναός φλεγόταν από τέσσερις χιλιάδες αναμμένες λαμπάδες. Οι γενίτσαροι πετούσαν τους σκούφους τους στον αέρα. Δεν έβλεπες παρά φλεγόμενα γένεια, αιμόφυρτα κεφάλια, σχισμένες φορεσιές, μάτια μαυρισμένα, πρόσωπα γρατσουνισμένα, χέρια σπασμένα, τραυματισμένα, εξαρθρωμένα. Δεν άκουγες τίποτα άλλο από κραυγές άναρθρες μέσα σ' ένα τρομακτικό πανδαιμόνιο.

Αυτά που έγιναν πριν την τελετή δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' εκείνα που ακολούθησαν. Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα τέτοια παραφροσύνη, τέτοιους εξωφρενισμούς, τέτοια ασέβεια. Ένας άνδρας φορτωμένος ένα μεγάλο τύμπανο, έτρεχε γύρω γύρω στον Άγιο Τάφο, όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του και ο συνωστισμός. Πίσω του έτρεχε ένας άλλος που χτυπούσε μετά μανίας το τύμπανο με δύο ρόπαλα. Αυτό το όργανο θα μας είχε ξεκουφάνει αν τα ουρλιαχτά του πλήθους, οι κραυγές των πληγωμένων, τα ξεφωνητά των γυναικών και των παιδιών δεν έπνιγαν το θόρυβο.

Παρατήρησα ότι πολλοί είχαν μαζί τους σεντόνια βαμβακερά και τα άναβαν με τις λαμπάδες τους στις πτυχές κάνοντας σταυρούς. Αυτά τα σεντόνια τα έπαιρναν στο σπίτι τους σαν κειμήλια και τα χρησιμοποιούσαν για σάβανα. Λίγες στιγμές μετά τον Έλληνα αρχιεπίσκοπο βγήκαν ο Αρμένιος επίσκοπος και ο Κόπτης. Αλλά επειδή δεν είχαν πια πολύ κόσμο να ευχαριστήσουν, και το δικό τους το φως δεν είχε την αξία του πρώτου, δεν κινδύνεψαν. Χρειάστηκαν όμως κι' αυτοί τη βοήθεια γενιτσάρων για να φθάσουν στα παρεκκλήσια όπου τα ποίμνιά τους, λιγώτερο φανατικά, άναψαν πιο ειρηνικά τις λαμπάδες, ενώ οι γενίτσαροι φρουρούσαν στην πύλη του Αγίου Τάφου κι' έπαιρναν χούφτες τις μεδίνες για να επιτρέψουν στους πιστούς να μπουν και να ασπασθούν το ιερό μνημείο.

Στις έξη το βράδυ η οχλοβοή καταλάγιασε για να αρχίσει η λειτουργία. Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν λιγότερο εξωφρενικό. Καθώς όλοι έψελναν στη γλώσσα τους, ακουγόταν μια πανάθλια παραφωνία. Παρατήρησα μάλιστα ότι συντόμευαν και τη λειτουργία. Και είχαν δίκαιο. Ήταν όλοι νηστικοί. Γιατί δεν επιτρέπεται ούτε να φάνε ούτε να πιουν πριν από την κατάβαση του Αγίου Φωτός.

Είχα την υπομονή να μείνω ως το τέλος της τελετής μ' όλο που με είχαν σκανδαλίσει όσα έβλεπα. Μόλις τελείωσε, ξαφνικά ο ναός έγινε ταβέρνα. Ένα μεγάλο μέρος από αυτό το πράφορο πλήθος ρίχτηκε στα κρέατα που είχε φέρει μαζί του. Όλοι άρχισαν να τα ροκανίζουν σαν πεινασμένοι λύκοι. Είχαν καλά προετοιμασθή με τη νηστεία κι' έτρωγαν με βουλιμία. Οι περισσότεροι κοιμήθηκαν ανακατωμένοι μέσα στον ιερό χώρο.»

Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Εκδόσεις Πιρόγα, τόμος Α', σελ. 554-556