Saturday, 19 July 2008

Κωλοέλληνες

(δε νομίζετε ότι αυτό το τραγούδι αντιπροσωπεύει το 90% των νεοελλήνων;)



Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειλινοί του κράτους
που ξερνάει και να`τους,
τσιφτετέλληνες
με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Κωλοέλληνες
μασκαρλίκια δες
στο Άλφα της Αξίας
της Αρχής της Μίας
λουτροκαμπινές.
Τιμωρός καιρός
πέντε αιώνες δύσης
εθνικής θα ζήσεις
από δω και μπρος
με αγγλικές αλφαβήτες
μαλλιαροί μου Ελλαδίτες
θλιβερές μου πορδές.

Πνεύμα αλήτικο
Ελλαδίτικο
σε μικρά Ασία,
Κύπρο,Λευκωσία
ΒόρειοΉπειρο.
Δεν ακούει κανείς
στο χειρότερο
του Ελληνισμού κομμάτι
στην Ελλάδα ζούμε

Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα,
τη θάλασσα,την πόλη,το ιερό,
πλημμύρισε σκουλίκια η μητέρα
το ρόδο καταγής βγάζει καπνό.

Δεν υπάρχει ελπίς
στην Ελλάδα ζεις.

Σκαλιστές σκιές
μακρυχέρηδες
με το φως σπασμένο
κρατικοποιημένο,
αχ,οι Έλληνες !
Αλλά εκεί στην ξένη
στην οθόνη σκυμμένοι
θεϊκά δεμένοι
με την οικουμένη
στους απέναντι τόπους
φωτοκολλημένοι
απ`τον εδώ ουρανό τους.

Κι ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις
ο έξω Ελληνισμός θα προχωρεί
και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης
στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί

στους Πανέλληνες
στους Πανέλληνες.

4 comments:

panos193 said...

Μόνο μια ορθογραφική παρατήρηση :
είναι μελαψός και όχι μελαμψός!

Panos Konstantinidis said...

Πάμο, οι στίχοι είναι αντιγραφή/επικόλληση από το διαδίκτυο. Πάντως έχεις δίκαιο, μελαψές πρέπει να είναι.

Panos Konstantinidis said...

Πάμο = Πάνο εννοούσα :)

μελαμψός said...

μελαψός -ή -ό [melapsós] & μελαμψός -ή -ό [melampsós] Ε1 : (για πρόσ.) που έχει πολύ σκούρο δέρμα: Mελαψό πρόσωπο. Οι Άραβες ανθρωπολογικά ανήκουν στη λευκή φυλή, το δέρμα τους όμως είναι κάπως μελαμψό.

[-μψός: μσν. μελαμψός < *μελανοψός με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] < μελαν(ός) + όψ(η) -ός· -ψός: αποβ. του [m] πριν από [ps] ]